πορφυρένιος, -ια, -ιο

πορφυρένιος, -ια, -ιο
πορφυρένιος, -ια, -ιο και πορφύρινος, -η, -ο αυτός που έχει το χρώμα της πορφύρας, ο βαθυκόκκινος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πορφυρένιος — α, ο, Ν πορφυρός, αυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρός — ή, ό πορφυρένιος, πορφύρινος, βαθυκόκκινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”